- ἀείλιχνος
- ἀεί-λιχνος, stets gierig
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αείλιχνος — ἀείλιχνος, ον (Α) 1. ο ακατάπαυστα λαίμαργος 2. ο πάντοτε πρόθυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + λίχνος (= λαίμαργος, λιχούδης) < λείχω] … Dictionary of Greek
αεί — επίρρ. (Α ἀεί) [στα Α και επικά, ιωνικά και ποιητικά αἰεί και αἰέν, δωρικά αἰές και ἀές, λακωνικά αἰέ, βοιωτικά ἀέ και ἠί, αιολικά αἶι(ν) και ἄι(ν)] διαρκώς, συνεχώς, πάντοτε, για πάντα στα νεοελλ. μόνον ως α συνθ. ορισμένων συνθέτων λογίας… … Dictionary of Greek